- εὐῶπος
- εὐώψfair-eyedmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευωπός — εὐωπός, όν (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη 2. συνεκδ. αυτός που είναι ευχάριστος σε κάποιον, φιλικός, ευνοϊκός 3. αυτός που βλέπει καλά, αυτός που έχει καλή, ισχυρή όραση 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐωπός είδος θαλάσσιου… … Dictionary of Greek
εὐωπός — friendly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωπόν — εὐωπός friendly masc/fem acc sg εὐωπός friendly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωποτάτους — εὐωπός friendly masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωποῖο — εὐωπός friendly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωποῖς — εὐωπός friendly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωποί — εὐωπός friendly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωπούς — εὐωπός friendly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωπά — εὐωπός friendly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek